- τέκνωμα
- τέκνωμαchildneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέκνωμα — το, Α [τεκνῶ] μτφ. γέννημα, δημιούργημα («τέκνωμα τοῡ πόνου κλέος», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
τεκνώματος — τέκνωμα child neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)